μπακάλαινα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπακάλαινα < μπακάλ(ης) + -αινα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπακάλαινα θηλυκό
- η γυναίκα του μπακάλη
- (επάγγελμα) η μπακάλισσα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπακάλαινα
→ δείτε τη λέξη μπακάλισσα |
Πηγές[επεξεργασία]
- μπακάλαινα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αινα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)