μπαλινέζικη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαλινέζικη | ||
γενική | της | μπαλινέζικης | ||
αιτιατική | την | μπαλινέζικη | ||
κλητική | μπαλινέζικη | |||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπαλινέζικη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μπαλινέζικος < αγγλική Balinese < Bali < μπαλινέζικη ᬩᬮᬶ (Bali) < σανσκριτική बलि-द्वीप (bali-dvīpa, νησιά προσφορών) ή σανσκριτική वली-द्वीप (valī-dvīpa, νησιά των κυμάτων)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπαλινέζικη θηλυκό, μόνο στον ενικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπαλινέζικη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ρίγανη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μπαλινέζικα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)