μπαλοθιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαλοθιά | οι | μπαλοθιές |
γενική | της | μπαλοθιάς | των | μπαλοθιών |
αιτιατική | την | μπαλοθιά | τις | μπαλοθιές |
κλητική | μπαλοθιά | μπαλοθιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπαλοθιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπαλοθιά θηλυκό και μπαλοτιά
- ο κρητικός εθιμοτυπικός πυροβολισμός που θεωρείται επικίνδυνος και παράνομος και γίνεται κατά την υποδοχή επίσημου ή κατά τη διάρκεια γιορτασμού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπαλοθιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)