μπαφάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαφάρω < μπαφ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική buff

Ρήμα[επεξεργασία]

μπαφάρω, αόρ.: μπαφάρισα/μπάφαρα, παθ.φωνή: μπαφάρομαι, π.αόρ.: μπαφαρίστηκα, μτχ.π.π.: μπαφαρισμένος

Νερφαρίστηκε επιτέλους ο νέος ήρωας, αλλά πιο σημαντικό είναι το πως μπάφαραν το μέιν μου!
 συνώνυμα: ενισχύω, δυναμώνω, ενδυναμώνω

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: μπάφαρα
  • Δεύτερος εξαρτημένος τύπος: μπαφάρω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]