μπιαντές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπιαντές οι μπιαντέδες
      γενική του μπιαντέ των μπιαντέδων
    αιτιατική τον μπιαντέ τους μπιαντέδες
     κλητική μπιαντέ μπιαντέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπιαντές < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπιαντές αρσενικό

  • (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) μικρό κωπήλατο σκάφος όπου φέρονται τα κουπιά σε ζεύγη ανά σέλμα, όπου ο κάθε κωπηλάτης χειρίζεται δύο κουπιά ταυτόχρονα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]