μπορντουροψάλιδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπορντουροψάλιδο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπορντουροψάλιδο ουδέτερο
- μηχάνημα για τον κήπο με το οποίο γίνεται κλάδεμα των φραχτών, ειδικά για να διατηρήσουν ορισμένο σχήμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπορντουροψάλιδο