μπριζολάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπριζολάδικο < μπριζόλ(α) + -άδικο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπριζολάδικο ουδέτερο, πληθυντικός μπριζολάδικα
- (λαϊκότροπο) ψητοπωλείο που σερβίρει ειδικότερα μπριζόλες.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπριζολάδικο
|