μυδομακαρονάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυδομακαρονάδα < μύδι + -ο- + μακαρονάδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυδομακαρονάδα θηλυκό
- (γαστρονομία) μακαρονάδα με μύδια
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις μύδι και μακαρονάδα