μυελομηνιγγῖτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μυελομηνιγγῖτις | αἱ | μυελομηνιγγίτιδες | ||||
γενική | τῆς | μυελομηνιγγίτιδος | τῶν | μυελομηνιγγιτίδων | ||||
δοτική | τῇ | μυελομηνιγγίτιδι | ταῖς | μυελομηνιγγίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μυελομηνιγγῖτιν | τὰς | μυελομηνιγγίτιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | μυελομηνιγγῖτι | μυελομηνιγγίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυελομηνιγγῖτις (μαρτυρείται από το 1879)[1] → και δείτε τη λέξη μυελομηνιγγίτιδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυελομηνιγγῖτις, -ιδος θηλυκό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 676, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου