μωσαϊσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μωσαϊσμός οι μωσαϊσμοί
      γενική του μωσαϊσμού των μωσαϊσμών
    αιτιατική τον μωσαϊσμό τους μωσαϊσμούς
     κλητική μωσαϊσμέ μωσαϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μωσαϊσμός < {ανθρωπωνύμιο) Μωυσής + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μωσαϊσμός αρσενικό

  • (θρησκεία): σύνολο αρχών και κανόνων, θρησκευτικών και πολιτικών, που σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη αποδίδονται στον Μωυσή

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]