νάσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νάσσω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

νάσσω

  1. πατώ με δύναμη, πιέζω, συνθλίβω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 163 (120-123)
    πρῶτον μὲν πελέκεας στῆσεν, διὰ τάφρον ὀρύξας | πᾶσι μίαν μακρήν, καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν, | ἀμφὶ δὲ γαῖαν ἔναξε· τάφος δ᾽ ἕλε πάντας ἰδόντας, | ὡς εὐκόσμως στῆσε· πάρος δ᾽ οὔ πώ ποτ᾽ ὀπώπει.
    Μετά σε μάκρος, από τη μια μεριά στην άλλη, άνοιξε αυλάκι, | έστησε τα πελέκια εκεί, τα στάθμισε, για να ᾽ναι ίσα, | και πάτησε το χώμα γύρω τους. Τον έβλεπαν οι άλλοι κι όλοι αποσβολώθηκαν, | με πόση τάξη τα συνταίριαξε, ενώ δεν είχε δει ποτέ του ως τώρα ο νέος τέτοιο πράγμα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. γεμίζω κάτι πλήρως
  3. (στην παθητική φωνή) είμαι γεμάτος
    ※  1ος αιώνας κε Ιώσηπος, Ιουδαϊκός Πόλεμος/Βιβλίο Α, 337
    συνεισπίπτει δὲ τοῖς πολεμίοις εἴσω, καὶ πᾶσα μὲν ὁπλιτῶν οἰκία νένακτο, τὰ τέγη δ' ἦν ὕπερθεν ἀμυνομένων κατάπλεα.
  4. συσσωρεύω - στοιβάζω / συσσωρεύομαι
    ※  2/3ος↓ αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 4, 5 @scaife.perseus, @el.wikisource
    ἔναττον οὖν οἱ παῖδες εἰς τὰς εὐτυχεῖς σπυρίδας, ἕως ἐσάλπισε τὸ εἰωθὸς τοῦ τελευταίου δείπνου σημεῖον·
    Τότε τα παιδιά (οι υπηρέτες) άρχισαν να στοιβάζουν τα πλούσια καλάθια μας μέχρι που σάλπισε το σύνθημα για το τέλος του συμποσίου.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]