νανοβιταμίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νανοβιταμίνη θηλυκό
- (νεολογισμός) βιταμίνη που περιέχει νανοσωματίδια
- ※ Οι νανοτεχνολόγοι του MISIS ανέπτυξαν νέας γενιάς λιπάσματα που βασίζονται σε μεταλλικά νανοσωματίδια και νανοβιταμίνες και τα οποία αυξάνουν την αποδοτικότητα των γεωργικών καλλιεργειών κατά 25% σε σχέση με τα παραδοσιακά λιπάσματα.(www.protothema.gr, 06.05.2018)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νανοβιταμίνη
|