νεκροπομπός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεκροπομπός οι νεκροπομποί
      γενική του νεκροπομπού των νεκροπομπών
    αιτιατική τον νεκροπομπό τους νεκροπομπούς
     κλητική νεκροπομπέ νεκροπομποί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεκροπομπός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νεκροπομπός αρσενικό

  1. αυτός που μεταφέρει τον νεκρό στον τάφο του
  2. αυτός που συνοδεύει τις ψυχές των νεκρών στον Άδη (ο Χάρων)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]