νεοπαγανίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεοπαγανίστρια < νεοπαγανισ(τής) + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεοπαγανίστρια θηλυκό
- θηλυκό του νεοπαγανιστής
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις νέος και παγανισμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νεοπαγανίστρια
|