νεφελοβάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεφελοβάτης αρσενικό
- ο ονειροπαρμένος (κυριολεκτικά αυτός που περπατά στα σύννεφα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεφελοβάτης
|