νεφρεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεφρεκτομή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεφρεκτομή θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νεφρεκτομή