νικελοβιομηχανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νικελοβιομηχανία < νικέλιο + βιομηχανία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νικελοβιομηχανία θηλυκό
- μεταλλουργική βιομηχανία παραγωγής κραμάτων νικελίου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νικελοβιομηχανία
|