νιτροβενζόλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νιτροβενζόλιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νιτροβενζόλιο ουδέτερο
- Χημικό συνθετικό αρωματικό προϊόν, τύπου C6H5NO2.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νιτροβενζόλιο