νομικισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νομικισμός οι νομικισμοί
      γενική του νομικισμού των νομικισμών
    αιτιατική τον νομικισμό τους νομικισμούς
     κλητική νομικισμέ νομικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νομικισμός έμφαση της θεολογίας μιας θρησκείας στα χαρακτηριστικά του νόμου. Ο άνθρωπος καλείται να οριοθετήσει τη ζωή του ή να σωθεί με βάση την τήρηση ενός νόμου και την αποφυγή της τιμωρίας από την καταπάτησή του

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νομικισμός αρσενικό

  • ο δικολαβισμός, δηλαδή η κατά τρόπον τινά ερμηνεία του νόμου με τέτοιο τρόπο που να υπηρετεί συγκεκριμένα ιδιοτελή συμφέροντα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]