δικολαβισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δικολαβισμός αρσενικό
- η συμπεριφορά ενός δικολάβου
- (μεταφορικά) σαθρό, παραπλανητικό ή σοφιστικό επιχείρημα καθώς και (κατ’ επέκταση) η συζήτηση με τη χρήση τέτοιων επιχειρημάτων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δικολαβισμός
|