ξαντίμεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξαντίμεμα < ξαντίμεμα και ξαντίμευγμα < ξαντιμεύω < ξε και μεσαιωνική ελληνική ἀντιμεύω - ἀντιμεύγω < ἀνταμείβω < αρχαία ελληνική ἀμείβω ή από το μέσο ἀνταμείβομαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξαντίμεμα ουδέτερο
- ανταμοιβή, ξεπλήρωμα χρέους
- ※ Ο Ρήγας, που σ' αγάπησε, κι' ο Ρήγας, που σε θέλει, Ζητάει, Κυρά, ξαντίμεμα να βραδιαστή μ' εσένα, Κι' απέ σε στεφανώνεται, βασίλισσα σε κάνει. (Theodore Kind, Ο Μαυριανός και ο Βασιλεύς, Anthologie neugriechischer Volkslieder im Original mit deutscher Übertragung, Leipzig, 1861, σελ. 58)