ξεκούρντισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκούρντισμα < ξεκουρντίζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεκούρντισμα ουδέτερο
- (μουσική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ξεκουρντίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκούρντισμα
|