ξεμασκαλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεμασκαλίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεμασκαλίζω, αόρ.: ξεμασκάλισα, παθ.φωνή: ξεμασκαλίζομαι, π.αόρ.: ξεμασκαλίστηκα, μτχ.π.π.: ξεμασκαλισμένος
- κόβω βλαστό από τη μασχάλη φυτού, συνήθως για να τον χρησιμοποιήσω σαν μόσχευμα
- εξαρθρώνω, βγάζω τη μασχάλη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεμασκαλίζω | ξεμασκάλιζα | θα ξεμασκαλίζω | να ξεμασκαλίζω | ξεμασκαλίζοντας | |
β' ενικ. | ξεμασκαλίζεις | ξεμασκάλιζες | θα ξεμασκαλίζεις | να ξεμασκαλίζεις | ξεμασκάλιζε | |
γ' ενικ. | ξεμασκαλίζει | ξεμασκάλιζε | θα ξεμασκαλίζει | να ξεμασκαλίζει | ||
α' πληθ. | ξεμασκαλίζουμε | ξεμασκαλίζαμε | θα ξεμασκαλίζουμε | να ξεμασκαλίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεμασκαλίζετε | ξεμασκαλίζατε | θα ξεμασκαλίζετε | να ξεμασκαλίζετε | ξεμασκαλίζετε | |
γ' πληθ. | ξεμασκαλίζουν(ε) | ξεμασκάλιζαν ξεμασκαλίζαν(ε) |
θα ξεμασκαλίζουν(ε) | να ξεμασκαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεμασκάλισα | θα ξεμασκαλίσω | να ξεμασκαλίσω | ξεμασκαλίσει | ||
β' ενικ. | ξεμασκάλισες | θα ξεμασκαλίσεις | να ξεμασκαλίσεις | ξεμασκάλισε | ||
γ' ενικ. | ξεμασκάλισε | θα ξεμασκαλίσει | να ξεμασκαλίσει | |||
α' πληθ. | ξεμασκαλίσαμε | θα ξεμασκαλίσουμε | να ξεμασκαλίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεμασκαλίσατε | θα ξεμασκαλίσετε | να ξεμασκαλίσετε | ξεμασκαλίστε | ||
γ' πληθ. | ξεμασκάλισαν ξεμασκαλίσαν(ε) |
θα ξεμασκαλίσουν(ε) | να ξεμασκαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεμασκαλίσει | είχα ξεμασκαλίσει | θα έχω ξεμασκαλίσει | να έχω ξεμασκαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεμασκαλίσει | είχες ξεμασκαλίσει | θα έχεις ξεμασκαλίσει | να έχεις ξεμασκαλίσει | έχε ξεμασκαλισμένο | |
γ' ενικ. | έχει ξεμασκαλίσει | είχε ξεμασκαλίσει | θα έχει ξεμασκαλίσει | να έχει ξεμασκαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεμασκαλίσει | είχαμε ξεμασκαλίσει | θα έχουμε ξεμασκαλίσει | να έχουμε ξεμασκαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεμασκαλίσει | είχατε ξεμασκαλίσει | θα έχετε ξεμασκαλίσει | να έχετε ξεμασκαλίσει | έχετε ξεμασκαλισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ξεμασκαλίσει | είχαν ξεμασκαλίσει | θα έχουν ξεμασκαλίσει | να έχουν ξεμασκαλίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξεμασκαλισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξεμασκαλισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξεμασκαλισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξεμασκαλισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεμασκαλίζομαι | ξεμασκαλιζόμουν(α) | θα ξεμασκαλίζομαι | να ξεμασκαλίζομαι | ||
β' ενικ. | ξεμασκαλίζεσαι | ξεμασκαλιζόσουν(α) | θα ξεμασκαλίζεσαι | να ξεμασκαλίζεσαι | ||
γ' ενικ. | ξεμασκαλίζεται | ξεμασκαλιζόταν(ε) | θα ξεμασκαλίζεται | να ξεμασκαλίζεται | ||
α' πληθ. | ξεμασκαλιζόμαστε | ξεμασκαλιζόμαστε ξεμασκαλιζόμασταν |
θα ξεμασκαλιζόμαστε | να ξεμασκαλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεμασκαλίζεστε | ξεμασκαλιζόσαστε ξεμασκαλιζόσασταν |
θα ξεμασκαλίζεστε | να ξεμασκαλίζεστε | (ξεμασκαλίζεστε) | |
γ' πληθ. | ξεμασκαλίζονται | ξεμασκαλίζονταν ξεμασκαλιζόντουσαν |
θα ξεμασκαλίζονται | να ξεμασκαλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεμασκαλίστηκα | θα ξεμασκαλιστώ | να ξεμασκαλιστώ | ξεμασκαλιστεί | ||
β' ενικ. | ξεμασκαλίστηκες | θα ξεμασκαλιστείς | να ξεμασκαλιστείς | ξεμασκαλίσου | ||
γ' ενικ. | ξεμασκαλίστηκε | θα ξεμασκαλιστεί | να ξεμασκαλιστεί | |||
α' πληθ. | ξεμασκαλιστήκαμε | θα ξεμασκαλιστούμε | να ξεμασκαλιστούμε | |||
β' πληθ. | ξεμασκαλιστήκατε | θα ξεμασκαλιστείτε | να ξεμασκαλιστείτε | ξεμασκαλιστείτε | ||
γ' πληθ. | ξεμασκαλίστηκαν ξεμασκαλιστήκαν(ε) |
θα ξεμασκαλιστούν(ε) | να ξεμασκαλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεμασκαλιστεί | είχα ξεμασκαλιστεί | θα έχω ξεμασκαλιστεί | να έχω ξεμασκαλιστεί | ξεμασκαλισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεμασκαλιστεί | είχες ξεμασκαλιστεί | θα έχεις ξεμασκαλιστεί | να έχεις ξεμασκαλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεμασκαλιστεί | είχε ξεμασκαλιστεί | θα έχει ξεμασκαλιστεί | να έχει ξεμασκαλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεμασκαλιστεί | είχαμε ξεμασκαλιστεί | θα έχουμε ξεμασκαλιστεί | να έχουμε ξεμασκαλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεμασκαλιστεί | είχατε ξεμασκαλιστεί | θα έχετε ξεμασκαλιστεί | να έχετε ξεμασκαλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεμασκαλιστεί | είχαν ξεμασκαλιστεί | θα έχουν ξεμασκαλιστεί | να έχουν ξεμασκαλιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεμασκαλισμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεμασκαλισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεμασκαλισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεμασκαλισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεμασκαλισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεμασκαλισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεμασκαλισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεμασκαλισμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεμασκαλίζω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .