ξεμασκαλισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεμασκαλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξεμασκαλίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξεμασκαλισμένος, -η, -ο
- που έχει ξεμασκαλιστεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεμασκαλισμένος
|