ξεμασκαλισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεμασκαλισμένος η ξεμασκαλισμένη το ξεμασκαλισμένο
      γενική του ξεμασκαλισμένου της ξεμασκαλισμένης του ξεμασκαλισμένου
    αιτιατική τον ξεμασκαλισμένο την ξεμασκαλισμένη το ξεμασκαλισμένο
     κλητική ξεμασκαλισμένε ξεμασκαλισμένη ξεμασκαλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεμασκαλισμένοι οι ξεμασκαλισμένες τα ξεμασκαλισμένα
      γενική των ξεμασκαλισμένων των ξεμασκαλισμένων των ξεμασκαλισμένων
    αιτιατική τους ξεμασκαλισμένους τις ξεμασκαλισμένες τα ξεμασκαλισμένα
     κλητική ξεμασκαλισμένοι ξεμασκαλισμένες ξεμασκαλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεμασκαλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξεμασκαλίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

ξεμασκαλισμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]