ξεμεσημέριασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεμεσημέριασμα < ξεμεσημεριάζω + -μα < ξε- + μεσημεριάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεμεσημέριασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ξεμεσημεριάζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ξεμεσημεριάζω
- → δείτε τη λέξη μεσημέρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεμεσημέριασμα
|