οζοντισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οζοντισμός < όζον + -ισμός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ozonization
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οζοντισμός αρσενικό
- (χημεία) (τεχνολογία) (νεολογισμός) άλλη μορφή του οζονισμός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη όζον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οζοντισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)