ομογονεϊκότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομογονεϊκότητα < νεολογισμός: μεταφραστικό δάνειο, γαλλική homoparentalité
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομογονεϊκότητα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η μητρότητα ή η πατρότητα, όταν αναφερόμαστε σε ομοφυλόφιλους γονείς, κυρίως σε περίπτωση υιοθεσίας παιδιού από ομοφυλόφιλο ζευγάρι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομογονεϊκότητα