οπλοθήκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπλοθήκη οι οπλοθήκες
      γενική της οπλοθήκης των οπλοθηκών
    αιτιατική την οπλοθήκη τις οπλοθήκες
     κλητική οπλοθήκη οπλοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
οπλοθήκη για τουφέκι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οπλοθήκη < όπλο + -θήκη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οπλοθήκη θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]