οπλοποιία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπλοποιία οι οπλοποιίες
      γενική της οπλοποιίας των οπλοποιιών
    αιτιατική την οπλοποιία τις οπλοποιίες
     κλητική οπλοποιία οπλοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπλοποιία < όπλ(ο) + -ο- + -ποιία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οπλοποιία θηλυκό

  1. η παραγωγή όπλων
  2. η εγκατάσταση / βιομηχανίας παραγωγής όπλων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]