ορειβάτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορειβάτις οι ορειβάτιδες
      γενική της ορειβάτιδος
(ορειβάτιδας)
των ορειβατίδων
(ορειβάτιδων)
    αιτιατική την ορειβάτιδα τις ορειβάτιδες
     κλητική ορειβάτι (ορειβάτις) ορειβάτιδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορειβάτις < (καθαρεύουσα) ὀρειβάτις (ορειβάτ(ης) με κατάληξη θηλυκού -ις)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορειβάτις θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]