ορυκτοβάμβακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορυκτοβάμβακας αρσενικό
- ινώδες θερμομονωτικό υλικό κατασκευασμένο με ανόργανες πρώτες ύλες (ορυκτά)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορυκτοβάμβακας
|