ορυκτοβάμβακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορυκτοβάμβακας οι ορυκτοβάμβακες
      γενική του ορυκτοβάμβακα των ορυκτοβαμβάκων
    αιτιατική τον ορυκτοβάμβακα τους ορυκτοβάμβακες
     κλητική ορυκτοβάμβακα ορυκτοβάμβακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορυκτοβάμβακας < ορυκτό + βαμβάκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορυκτοβάμβακας αρσενικό

  • ινώδες θερμομονωτικό υλικό κατασκευασμένο με ανόργανες πρώτες ύλες (ορυκτά)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]