ουροστομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουροστομία θηλυκό
- (ιατρική) μόνιμη ή προσωρινή στομία για αποβολή των ούρων, όταν λόγω ασθένειας η φυσιολογική όδευση δεν είναι εφικτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουροστομία
|