ουροστομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουροστομία οι ουροστομίες
      γενική της ουροστομίας των ουροστομιών
    αιτιατική την ουροστομία τις ουροστομίες
     κλητική ουροστομία ουροστομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουροστομία < ουρ(α) + -ο- + -στομία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουροστομία θηλυκό

  • (ιατρική) μόνιμη ή προσωρινή στομία για αποβολή των ούρων, όταν λόγω ασθένειας η φυσιολογική όδευση δεν είναι εφικτή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]