πίντα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίντα οι πίντες
      γενική της πίντας των πιντών
    αιτιατική την πίντα τις πίντες
     κλητική πίντα πίντες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πίντα < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: pint

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πίντα θηλυκό

  • μονάδα μέτρησης υγρού ή στερεού χωρητικότητας ίσης με το ένα όγδοο του γαλονιού, στη Βρετανία ισοδυναμεί με 0.568 του λίτρου και στις ΗΠΑ ισούται με 0.473 λίτρα (για μέτρηση υγρού) ή 0.551 λίτρα (για μέτρηση στερεού)