παγάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγάδα οι παγάδες
      γενική της παγάδας των παγάδων
    αιτιατική την παγάδα τις παγάδες
     κλητική παγάδα παγάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγάδα < ιταλική pacata (γαλήνια, ήρεμη), θηλυκό του pacato < pacare < λατινικά paco < pax (ειρήνη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *paḱ-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παγάδα θηλυκό

  1. (ιδιωματικό) άπνοια
  2. (ιδιωματικό) ψύχρα
    Το βραδάκι το κρύο ήταν ανυπόφορο και στο χιόνι που κοιμώμαστε δεν υπάρχει τρόπος παρά τη διαρκή φωτιά να ζεσταθείς. Έχει και μια τρύπα επάνω στη στέγη που το φέρνει σβουριχτό και νιώθεις την ξεχωριστή παγάδα που σου παίρνει το μούτρο, το λαιμό. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]