παγάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παγάδα | οι | παγάδες |
γενική | της | παγάδας | των | παγάδων |
αιτιατική | την | παγάδα | τις | παγάδες |
κλητική | παγάδα | παγάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παγάδα < ιταλική pacata (γαλήνια, ήρεμη), θηλυκό του pacato < pacare < λατινικά paco < pax (ειρήνη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *paḱ-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παγάδα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παγάδα
|