παγοπίστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγοπίστα οι παγοπίστες
      γενική της παγοπίστας των παγοπιστών
    αιτιατική την παγοπίστα τις παγοπίστες
     κλητική παγοπίστα παγοπίστες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγοπίστα < πάγ(ος) + -ο- + πίστα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παγοπίστα θηλυκό

  • πίστα από πάγο
    Αν πάλι, θέλετε να γίνετε εσείς ο Αλαντίν στον... πάγο, υπάρχουν και παγοπίστες χωρίς καμία απολύτως χρέωση. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]