παιδοποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιδοποιία < αρχαία ελληνική παιδοποιία[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παιδοποιία θηλυκό
- η τεκνοποίηση
- ※ Εις τα συμβολικά βιβλία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας η παιδοποιία δεν τίθεται ως πρώτος και ύψιστος σκοπός του γάμου ([1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιδοποιία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιδοποιία < παιδοποιέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παιδοποιία θηλυκό
- το να κάνει κανείς παιδιά
- ※ νομοθέτης δ’ αὐτοῖς ἐγένετο Φιλόλαος περί τ’ ἄλλων τινῶν καὶ περὶ τῆς παιδοποιίας, οὓς καλοῦσιν ἐκεῖνοι νόμους θετικούς (Αριστοτέλης, Πολιτικά Β)
- ↑ παιδοποιία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)