παλιόγρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλιόγρια θηλυκό
- (υβριστικό) μειωτικός χαρακτηρισμός για ηλικιωμένη γυναίκα
παλιόγρια θηλυκό