Μετάβαση στο περιεχόμενο

παλτουδιά

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλτουδιά οι παλτουδιές
      γενική της παλτουδιάς των παλτουδιών
    αιτιατική την παλτουδιά τις παλτουδιές
     κλητική παλτουδιά παλτουδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παλτουδιά < παλτ(ό) + -ουδιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παλτουδιά θηλυκό

  • (ενδυμασία, οικείο) παλτό που θεωρείται πολύ καλό και αξίζει να καμαρώνει κανείς γι' αυτό
      Άμα έχεις γκαφρά, και να πεθάνεις σαν άνθρωπος μπορείς και να σου ράψουν χλίδα την ξύλινη παλτουδιά στο τέλος και να σε ψάλει κι ο αρχιεπίσκοπος (Πέλα Σουλτάτου, Ανκόρ, εκδ. Κοστανιώτη, 2015)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]