παμφαγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παμφαγία οι παμφαγίες
      γενική της παμφαγίας των παμφαγιών
    αιτιατική την παμφαγία τις παμφαγίες
     κλητική παμφαγία παμφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παμφαγία < παμ- (παν) + -φαγία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παμφαγία θηλυκό

  1. το να τρώει κανείς τα πάντα (είτε φυτά / είτε κρέας)
  2. το να είναι κανείς αδηφάγος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]