πανοσιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανοσιότητα θηλυκό
- (θρησκεία) το να είναι κάποιος πανόσιος, η ιδιότητα του πανόσιου
- (θρησκεία) προσφώνηση κάποιου πανοσιότατου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανοσιότητα
|