παντοφοβία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παντοφοβία οι παντοφοβίες
      γενική της παντοφοβίας των παντοφοβιών
    αιτιατική την παντοφοβία τις παντοφοβίες
     κλητική παντοφοβία παντοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παντοφοβία < αγγλική pantophobia < αρχαία ελληνική πᾶς + φόβος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παντοφοβία θηλυκό

  1. αόριστη και επίμονη φοβία για κάτι απροσδιόριστο και -ίσως- αβάσιμο
  2. φόβος (σχεδόν) των πάντων
    Για να γίνεται διακριτή αυτή η διαταραχή, αναφέρεται ως παντοφοβία. Ο παντοφοβικός φοβάται τα πάντα. Ο σωστός παντοφοβικός φοβάται τα πάντα πολύ, χωρίς διακρίσεις και διαβαθμίσεις (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 14/11/2009)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]