παντούρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πάνδουρος, πανδούρος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παντούρος οι παντούροι
      γενική του παντούρου των παντούρων
    αιτιατική τον παντούρο τους παντούρους
     κλητική παντούρε παντούροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παντούρος < ουγγρική pandúr (αστυνομικός, αξιωματούχος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παντούρος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]