Μετάβαση στο περιεχόμενο

παράκλητος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παράκλητος οι παράκλητοι
      γενική του παράκλητου των παράκλητων
    αιτιατική τον παράκλητο τους παράκλητους
     κλητική παράκλητε παράκλητοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παράκλητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παράκλητος[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παράκλητος αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]