παραβάτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραβάτις αἱ παραβάτιδες
      γενική τῆς παραβάτιδος τῶν παραβατίδων
      δοτική τῇ παραβάτιδι ταῖς παραβάτισι(ν)
    αιτιατική τὴν παραβάτιν τὰς παραβάτιδᾰς
     κλητική ! παραβάτι παραβάτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παραβάτις, -ιδος θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]