παραγνώρισις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παραγνώρισις | αἱ | παραγνωρίσεις | ||||
γενική | τῆς | παραγνωρίσεως | τῶν | παραγνωρίσεων | ||||
δοτική | τῇ | παραγνωρίσει | ταῖς | παραγνωρίσεσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παραγνώρισιν | τὰς | παραγνωρίσεις | ||||
κλητική ὦ! | παραγνώρισι | παραγνωρίσεις | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραγνώρισις θηλυκό (καθαρεύουσα)