παραδοσιακότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραδοσιακότητα < παραδοσιακ(ός) + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραδοσιακότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του παραδοσιακού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραδοσιακότητα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)