παρακαταβολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρακαταβολή οι παρακαταβολές
      γενική της παρακαταβολής των παρακαταβολών
    αιτιατική την παρακαταβολή τις παρακαταβολές
     κλητική παρακαταβολή παρακαταβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρακαταβολή < παρά- + κατά + βολή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρακαταβολή θηλυκό

  • στην αρχαία Ελλάδα, στο αττικό δίκαιο, λεγόταν το χρηματικό ποσό που όφειλε να καταθέσει ο ενάγων σε δίκες κληρονομικών υποθέσεων. Το χρηματικό ποσό αυτό επιστρεφόταν στον ενάγοντα εφόσον εκδιδόταν απόφαση υπέρ αυτού, διαφορετικά παρέμενε (κατέπιπτε) υπέρ του δημοσίου.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]