παρακοιμάμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρακοιμάμαι < (πάρα) παρα- επιτατικό + κοιμάμαι
- παρακοιμάμαι < ελληνιστική κοινή παρακοιμάομαι < αρχαία ελληνική κοιμάω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ciˈma.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐κοι‐μά‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
παρακοιμάμαι, π.αόρ.: παρακοιμήθηκα (αποθετικό ρήμα)
- (επιτατικό ρήμα) κοιμάμαι παραπάνω από το κανονικό ή απ’ ό,τι συνήθως και αργώ να ξυπνήσω
- ↪ Παρακοιμήθηκε και έχασε το τρένο του.
- (καταχρηστικά) άλλη μορφή του παρακοιμώμαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα παρα- από το πάρα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Επιτατικά ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)