παραλληλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραλληλίζω < παράλληλος + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική paralléliser)
Ρήμα
[επεξεργασία]παραλληλίζω
- κάνω κάτι παράλληλο με κάτι άλλο
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) παρομοιάζω, παραβάλλω, συγκρίνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- απαραλλήλιστα
- απαραλλήλιστος
- παραλληλισμός
- → δείτε τις λέξεις παράλληλος, παρά και άλλος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραλληλίζω | παραλλήλιζα | θα παραλληλίζω | να παραλληλίζω | παραλληλίζοντας | |
β' ενικ. | παραλληλίζεις | παραλλήλιζες | θα παραλληλίζεις | να παραλληλίζεις | παραλλήλιζε | |
γ' ενικ. | παραλληλίζει | παραλλήλιζε | θα παραλληλίζει | να παραλληλίζει | ||
α' πληθ. | παραλληλίζουμε | παραλληλίζαμε | θα παραλληλίζουμε | να παραλληλίζουμε | ||
β' πληθ. | παραλληλίζετε | παραλληλίζατε | θα παραλληλίζετε | να παραλληλίζετε | παραλληλίζετε | |
γ' πληθ. | παραλληλίζουν(ε) | παραλλήλιζαν παραλληλίζαν(ε) |
θα παραλληλίζουν(ε) | να παραλληλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραλλήλισα | θα παραλληλίσω | να παραλληλίσω | παραλληλίσει | ||
β' ενικ. | παραλλήλισες | θα παραλληλίσεις | να παραλληλίσεις | παραλλήλισε | ||
γ' ενικ. | παραλλήλισε | θα παραλληλίσει | να παραλληλίσει | |||
α' πληθ. | παραλληλίσαμε | θα παραλληλίσουμε | να παραλληλίσουμε | |||
β' πληθ. | παραλληλίσατε | θα παραλληλίσετε | να παραλληλίσετε | παραλληλίστε | ||
γ' πληθ. | παραλλήλισαν παραλληλίσαν(ε) |
θα παραλληλίσουν(ε) | να παραλληλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραλληλίσει | είχα παραλληλίσει | θα έχω παραλληλίσει | να έχω παραλληλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραλληλίσει | είχες παραλληλίσει | θα έχεις παραλληλίσει | να έχεις παραλληλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραλληλίσει | είχε παραλληλίσει | θα έχει παραλληλίσει | να έχει παραλληλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραλληλίσει | είχαμε παραλληλίσει | θα έχουμε παραλληλίσει | να έχουμε παραλληλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραλληλίσει | είχατε παραλληλίσει | θα έχετε παραλληλίσει | να έχετε παραλληλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραλληλίσει | είχαν παραλληλίσει | θα έχουν παραλληλίσει | να έχουν παραλληλίσει |
|