παρανιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρανιά | οι | παρανιές |
γενική | της | παρανιάς | των | παρανιών |
αιτιατική | την | παρανιά | τις | παρανιές |
κλητική | παρανιά | παρανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρανιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) θηλυκό του παρανιός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρανιά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
παρανιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παρανιός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παρανιός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)